γελοιοποίηση — η 1. πρόκληση γέλιου σε βάρος κάποιου, διακωμώδηση 2. η μετάπτωση σοβαρού προσώπου ή πράγματος στη γελοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
διακωμώδηση — η (Α διακωμῴδησις, εως) [διακωμῳδώ] 1. γελοιοποίηση προσώπου ή κατάστασης σε κωμωδία 2. γελοιοποίηση, χλευασμός … Dictionary of Greek
ρεζίλεμα — το, Ν [ρεζιλεύω] 1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα 2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα 3. διαπόμπευση … Dictionary of Greek
Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού … Dictionary of Greek
ευκαταγέλαστος — εὐκαταγέλαστος, ον (Α) ο εκτεθειμένος σε γελοιοποίηση … Dictionary of Greek
θεατρισμός — ο (AM θεατρισμός) [θεατρίζομαι] νεοελλ. 1. η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, η συχνή φοίτηση στο θέατρο 2. δημόσια γελοιοποίηση, εμπαιγμός μσν. αρχ. θεατρική επίδειξη … Dictionary of Greek
καζούρα — η πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάζο + κατάλ. ουρα (πρβλ. θολ ούρα, μουτζ ούρα)] … Dictionary of Greek
κράξιμο — το (Μ κράξιμον) νεοελλ. 1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας 3. η απομίμηση τής φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς 4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα 5. γελοιοποίηση … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek